- μιαροῦ
- μιαρόςstainedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαρία — η (Α μιαρία) [μιαρός] ο χαρακτήρας και η διαγωγή τού μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα αρχ. μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο … Dictionary of Greek